Πριν το 1950 η εικόνα που παρουσίαζε το Παλαιοχώρι δεν είχε καμία σχέση με αυτή της σύγχρονης εποχής.
Τα σπίτια τότε το ένα κοντά στο άλλο σχημάτιζαν σειρές. Οι δρόμοι γεμάτοι χώμα λάσπη και σκόνη. Δύσκολη η βατότητα και η καθαριότητά τους. Παρόλα αυτά οι νοικοκυρές φρόντιζαν πρώτα απ΄όλα την αυλή και το δρόμο μπροστά στο σπίτι τους.
Βρύσες υπήρχαν σε κεντρικά σημεία του χωριού. Στο “Τζισμέ” στο ναό των Ταξιαρχών ήταν η μεγαλύτερη βρύση.
Τα νοικοκυριά ήταν συνηθισμένα χωριάτικα με έντονα τα χαρακτηριστικά του αγροτικού ορεινού χωριού. Χτυπητές διαφορές δεν είχαν μεταξύ τους. Δεν έβρισκες οικογένειες χωρίς οικονομικά προβλήματα, ούτε σπίτια με βασικές διαφορές στην εμφάνιση την επίπλωση, τις ευκολίες η τα μέσα που διέθεταν. Και οι φτωχότεροι συντηρούσαν ένα νοικοκυριό που το πρόσεχαν και φρόντιζαν να ανταποκρίνεται με αξιοπρέπεια στις ανάγκες της οικογένειας και στις κοινωνικές υποχρεώσεις τους.
Ο αργαλειός που δεν έλειπε από κανένα σπίτι έδινε υφαντά πρακτικά, χρήσιμα και όμορφα. Αυτά άλλαζαν την όψη του σπιτιού και δημιουργούσαν μία μοναδικά ζεστή ατμόσφαιρα, που σήμερα λείπει από πολλά σπίτια. Ύφαιναν υφάσματα για ρούχα, πετσέτες, προσόψια, τραπεζομάντηλα, σεντόνια. ΄Ολες οι νοικοκυρές ύφαιναν και κεντούσαν.
Οι οικογένειες τότε ήταν πολυμελείς. Τα πέντε παιδιά δεν θεωρούνταν καθόλου πολλά, αφού σε αρκετές οικογένειες έφθαναν μέχρι και δώδεκα. Μεγάλωναν κάτω από συνθήκες που τους εξασφάλιζαν μία υποφερτή διαβίωση. Για το μέλλον τους φρόντιζε η τύχη. Τελειώνοντας το σχολείο τα αγόρια έπαιρναν το δρόμο της αποκατάστασης είτε στα μεταλλεία είτε στη δουλειά του πατέρα είτε κοντά σε έναν τεχνίτη να μάθουν μία τέχνη. Τα κορίτσια βοηθούσαν στις δουλειές του σπιτιού και στα χωράφια.
Στο γυμνάσιο πολύ λίγα παιδιά πήγαιναν και γιατί δεν υπήρχαν οικονομικές δυνατότητες και γιατί πολλοί πίστευαν ότι τα γράμματα δημιουργούν τεμπέληδες.
Γι αυτό παρατηρούνταν το φαινόμενο να σπουδάζουν φτωχά παιδιά με δυσκολίες και στερήσεις, αλλά με γονείς με διαφορετικές αντιλήψεις για τη μόρφωση. Αντίθετα πολλά παιδιά που είχαν και δυνατότητες και άνεση δεν σπούδαζαν.
Στην οικογένεια η συμβολή της γυναίκας ήταν αποφασιστική. Φορτωμένη με όλα τα βάρη του νοικοκυριού, προσπαθούσε με πενιχρά μέσα να τα φέρει βόλτα. Απ΄αυτήν περίμεναν και οι δουλειές να τελειώσουν και τα προβλήματα να λυθούν. ΄Ολα μετρημένα και λιγοστά. Δουλειά απ΄τη νύχτα ως τη νύχτα. Να συγυρίσει, να προφτάσει το ζύμωμα, τη μπουγάδα, το ράψιμο το μπάλωμα. Να βρει καιρό για αργαλειό, πλέξιμο κλώσιμο και ένα σωρό άλλες δουλειές.
Όσο τα παιδιά ήταν μικρά, βοήθεια από πουθενά. Ο άνδρας και ο καλύτερος ακόμα, δεν σηκώνονταν να βάλει ούτε ένα ποτήρι νερό. Τα περίμενε όλα στο χέρι. Θεωρούνταν μειωτικό για έναν άνδρα, που εκπροσωπούσε το ισχυρό φύλο, να ασχοληθεί με δουλειές που χαρακτηρίζονταν “γυναικείες”. Και επειδή δεν υπήρχε σαφής διαχωρισμός ανάμεσα τους, δεν έκανε τίποτα για νάναι σίγουρος. Αυτή η συμπεριφορά υπαγορεύονταν ασφαλώς από το συναίσθημα υπεροχής απέναντι στο γυναικείο φύλο.
Το μεγάλωμα των παιδιών αποτελούσε φροντίδα αποκλειστικά της μάνας. Ο πατέρας δεν αδιαφορούσε αλλά ούτε νοιάζονταν και πολύ. Η δουλειά που τον κρατούσε ώρες και μέρες μακριά απ΄το σπίτι, οι στεναχώριες για τα οικονομικά της φαμίλιας, αλλά βασικά η νοοτροπία (που δεν άλλαξε και πολύ μέχρι σήμερα), ότι αυτό είναι δουλειά της μάνας περιόριζαν το ρόλο του στο να εξασφαλίζει τα μέσα για τις ανάγκες τις οικογένειας. Τον χώριζε απόσταση από τα παιδιά, αποτέλεσμα της συμπεριφοράς που θεωρούνταν πρέπουσα. Δηλαδή ο πατέρας έπρεπε να είναι αυστηρός, λιγομίλητος, σοβαρός και ίσως λίγο σκληρός, πνίγοντας τις περισσότερες φορές τα πραγματικά του αισθήματα για να μη παραβεί την παράδοση.
Αντίθετα η μάνα δεν είχε κανένα λόγο να κρύβει την αγάπη, την καλοσύνη, την ανοχή. Ο ρόλος της ήταν λεπτός και δύσκολος. Να χορτάσει όλα εκείνα τα παιδιά, που σπάνια ήταν λίγα, μοιράζοντας ότι είχε ίσα και δίκαια για να μην αδικήσει κανένα. Να τα ντύσει, να τα ποδίσει, πλέκοντας η μπαλώνοντας ρούχα και σκ΄φούνια, να μη φαίνονται οι φτέρνες και οι αγκώνες και να ξενυχτάει στο προσκέφαλό τους όταν αρρώσταιναν, χωρίς γιατρό και φάρμακα.
΄Ολα αυτά τα οικογενειακά βάρη και οι φροντίδες που έπεφταν στις πλάτες της, η ανέχεια που δεν την άφηνε να εξασφαλίσει στα παιδιά της με άνεση ένα πιάτο καλό φαί και ζεστά ρούχα, τη γερνούσαν παράκαιρα.
Οι άνδρες είχαν και ώρες που δεν έκαναν τίποτα και έβρισκαν καιρό για το καφενείο. Οι γυναίκες όπου κι αν πήγαιναν κουβαλούσαν και τη δουλειά τους. Τα χέρια τους σταματούσαν μόνο στον ύπνο.
Η καθαριότητα ήταν άλλος ένα τομέας της γυναικείας δραστηριότητας, που χρειάζονταν δουλειά και κόπο. Είχαν στη διάθεσή τους νερό που το κουβαλούσαν από τη βρύση της γειτονιάς με στάμνες και τενεκέδες. Για σαπουνάδα χρησιμοποιούσαν σταχτόνερο (κατασταλαή). Χρησιμοποιούσαν ξύλινες “κουπάνες”, που τις χώριζαν στη μέση με ένα ξύλο. Στη μία μεριά τοποθετούσαν το “πιπιλωμπάλωμα”, ένα πανί πάνω στο οποίο έβαζαν την “πιπιλιά” (στάχτη) και από πάνω έριχναν το ζεστό νερό, που διαλύοντας τη στάχτη γέμιζε την άλλη μεριά της λεκάνης, ενισχύοντας τη σαπουνάδα. Μία μπουγάδα κρατούσε από το πρωί ως το απόγευμα χωρίς σταματημό.
Την περίοδο της εγκυμοσύνης και του τοκετού οι γυναίκες εμπιστεύονταν την τύχη τους στις μαμές που πολλές φορές παρά τις φιλότιμες προσπάθειες τους δεν τα κατάφερναν. Δεν είχαν ούτε τα μέσα ούτε τις γνώσεις για μια δύσκολη περίπτωση. Όταν η γυναίκα έφθανε ως τη γέννα, γιατί πολλές φορές απ΄ τις δουλειές και τις ταλαιπωρίες απέβαλλε, μαζεύονταν μάνες, πεθερές και πρακτικές μαμές για να βοηθήσουν με την πείρα τους.
Αν η γέννα ήταν δύσκολη η γυναίκα υπέφερε μερόνυχτα καμμιά φορά από τους πόνους. Συχνά τα παιδιά γεννιούνταν πεθαμένα, αλλά και οι γυναίκες κινδύνευαν από την αιμορραγία. Ο ρόλος της μαμής άρχιζε, αφού «έπεφτε» το παιδί. Πότιζε το μωρό αμυγδαλόλαδο το αλάτιζε με χονδρό αλάτι (για να μη μυρίζει ο ιδρώτας του όταν μεγαλώσει) και επέβαλε στη λεχώνα αυστηρή νηστεία με νερόβραστο ρύζι, τότε που είχε τη μεγαλύτερη ανάγκη για καλοφαγία.
Η θνησιμότητα στα παιδιά ήταν μεγάλη για πολλούς λόγους. Η κακή διατροφή, η ανθυγιεινή διαβίωση (ολόκληρη η οικογένεια έμενε σε ένα δωμάτιο), η έλλειψη γιατρού και φαρμάκων.
Ο κόσμος και πιο πολύ οι μάνες είχαν στοιχειώδη μόρφωση και ελάχιστες γνώσεις, ήταν γεμάτες δεισιδαιμονίες και προλήψεις και γίνονταν εύπιστες στις πρακτικές διαγνώσεις και τα γιατροσόφια. Ακόμα και όταν υπήρχε γιατρός είχαν περισσότερη εμπιστοσύνη στα γιατροσόφια παρά στο γιατρό.
Μικρός αριθμός γυναικών ασχολούνταν επαγγελματικά με τον αργαλειό. Ετοίμαζαν υφαντά για τις προίκες των κοριτσιών, που δεν είχαν καιρό να υφάνουν μόνα τους και αργότερα για εμπόρους υφαντών από διπλανά χωριά.
Η κυριώτερη ασχολία των Παλαιοχωρινών ήταν τα μεταλλεία. Κατά δεύτερο λόγο ήταν η γεωργία και η κτηνοτροφία.
Τα μεταλλεία απορροφούσαν όλο το εργατικό δυναμικό του Παλαιοχωρίου και αυτό δημιουργούσε μία σχετική οικονομική άνεση, γιατί εξασφάλιζε μεροκάματο σε όσους μπορούσαν να δουλέψουν κι ένα τακτικό εισόδημα. Οι αγρότες έπρεπε να περιμένουν ένα χρόνο να εισπράξουν τον κόπο τους, αν τελικά θα είχαν να εισπράξουν, ενώ οι εργάτες πληρώνονταν τακτικά τα μεροκάματά τους. Γι αυτόν ακριβώς το λόγο πολλοί εγκατέλειπαν τις δουλειές τους για να γίνουν εργάτες.
Φορτώνονταν τον “τρουβά” και πήγαιναν με τα πόδια στο μεταλλείο του Μαδέμ Λάκκου, όπου έμεναν όλη τη βδομάδα ή και μήνα ακόμα. Δούλευαν από το πρωί ως το βράδυ και κοιμούνταν και 15 άτομα σε ένα δωμάτιο. Αργότερα η μετακίνηση τους γινόταν με ιδιωτικά φορτηγά.
Η γεωργία και η κτηνοτροφία γίνονταν με τα μέσα της εποχής τα σχεδόν πρωτόγονα και η απόδοσή τους ήταν χαμηλή. Δούλευαν, κουράζονταν και στο τέλος τους έμενε μόνο η «γανάδα». Παράλληλα με τις κύριες δουλειές όλοι σχεδόν καλλιεργούσαν μπαξεδάκια για να ενισχύσουν το νοικοκυριό και την οικονομία της οικογένειας με τη δική τους παραγωγή.
Πήγαιναν επίσης σαν εποχιακοί εργάτες στη Νιγρίτα και το Παγγαίο για τα καπνά, ενώ την εποχή του θέρου πήγαιναν στα Βασιλικά, τον Άη Μάμα, τις Πολυγυρινές Καλύβες ή την Κασσάνδρα.
Μερικοί καταγίνονταν με τα μελίσσια.
Κατά καιρούς ιδρύθηκαν συντεχνίες, σωματεία, σύλλογοι και συνεταιρισμοί για κάθε επάγγελμα, ώστε να προωθούν καλύτερα τα ζητήματα του κλάδου και να βρίσκουν συμφέρουσες λύσεις.
Καμμία ασφάλιση η προστασία δεν υπήρχε πουθενά. Οι εργάτες, οι αγρότες, οι επαγγελματίες έπρεπε να φροντίσουν μόνοι τους. Τα χρήματα τα ξόδευαν με μεγάλη οικονομία και κρατούσαν ότι περίσσευε για ώρα ανάγκης. Η αγωνία για το αύριο τους υποχρέωνε να κάνουν οικονομία σε βάρος των αναγκών και ιδιαίτερα της διατροφής τους.
Το χειμώνα τα πράγματα ήταν δύσκολα. Οι νύχτες ατέλειωτες και παγωμένες. Συγκεντρωμένη η οικογένεια στο μοναδικό δωμάτιο που ζεσταίνονταν, οι γυναίκες έπλεκαν η μπάλωναν και οι άντρες «ονειροπολούσαν» η κάπνιζαν ενώ τα παιδιά έκαναν φασαρία. Η γκαζόλαμπα το μόνο μέσο φωτισμού εκείνο τον καιρό αγωνίζονταν να φωτίσει το δωμάτιο. Στη «γωνιά» έκαιγε η φωτιά κι η κατσαρόλα στην πυροστιά ετοίμαζε το φαί. Οι σκιές έστηναν χορό ένα γύρω στους τοίχους. Απ΄το φαρδύ τζάκι η περισσότερη ζέστη έφευγε έξω. Μετά το φαγητό όλοι ζάρωναν κοντά στη φωτιά. Ο φωτισμός λιγοστός, η ζέστη μέτρια.
Μόνο ο αερισμός ήταν τέλειος. Απ΄όλες τις χαραμάδες έμπαινε αέρας και κρύο. Ακολουθούσε ύπνος. Έτσι είχαν και οικονομία στα ξύλα και στο γκάζι και χρόνο να μεριμνούν για ... την αύξηση του πληθυσμού.
Το Φθινόπωρο με τις πρώτες βροχές μαλάκωνε η ξεραϊλα της γής που οργώνονταν βιαστικά για το σπαρμό. Το όργωμα γίνονταν με το αλέτρι, που το έσερναν άλογα μουλάρια ή βόδια.
Ξεκινούσαν νύχτα για τα χωράφια, για να φτάσουν εκεί το ξημέρωμα, κι όπως δεν είχαν ρολόγια, τις συννεφιασμένες μέρες ξέμεναν μέχρι αργά το βράδυ. Η δουλειά κρατούσε ανάλογα με το κουράγιο τους και την αντοχή που θα έδειχναν τα ζώα. Πρόσεχαν τα ζώα περισσότερο απ΄ τον εαυτό τους. Το χάσιμο ενός ζώου ήταν οδυνηρή απώλεια για όλη την οικογένεια. Για να το αντικαταστήσουν χρεώνονταν ως το λαιμό.
Οι προχειμωνιάτικες βροχές του Οκτώβρη γέμιζαν τους δρόμους με «ένα γόνα» λάσπη. Απ΄τις αστρέχες έτρεχαν ασταμάτητα νερά και σχημάτιζαν ποταμάκια. Η υγρασία τρύπωνε παντού απ΄ τα ανοίγματα και τις χαραμάδες.
Τα κοπάδια ξαναγυρνούσαν στα μαντριά να ξεχειμωνιάσουν, χωρίς προμήθειες από ζωοτροφές. Οι προετοιμασίες για το χειμώνα συμπληρώνονταν. Τα ξύλα για τη φωτιά στοιβιάζονταν στα κατώγια. Κούτσουρα, σκίζες, πουρνάρια, οξιές, άρια και κάθε ξύλο που θα μπορούσε να καεί και να ζεστάνει. ΄Οταν έφθανε ο χειμώνα μέρες και νύχτες μπορεί να χιόνιζε ασταμάτητα. Αν το χιόνι ήταν μαλακό δεν δημιουργούσε προβλήματα. Αν όμως φυσούσε και το μάζευε «λαμνιά» και μετά το πάγωνε, η κυκλοφορία ήταν δύσκολη.
Με τέτοιον καιρό το χωριό βρίσκονταν σε τέλεια απομόνωση. Τέτοιες μέρες η έλλειψη επικοινωνίας είχε σοβαρές συνέπειες καμμιά φορά. Οποιοδήποτε έκτακτο περιστατικό ήταν καταδικασμένο.
Οι δουλειές ατονούσαν. Όσοι ασχολούνταν με τη γεωργία κάθονταν κλεισμένοι στα σπίτια, περιμένοντας να ξανοίξει ο καιρός.
Οι γιορτές του δωδεκαήμερου έβγαζαν κάπως τη ζωή απ' τον κανονικό της ρυθμό. Επισκέψεις, γλέντια, φαί, κρασί και καθησιό για αρκετές ημέρες.
Μετά τις γιορταστικές μέρες άρχιζαν οι δυσκολίες. Τα έκτακτα έξοδα αλάφραιναν τα πορτοφόλια κι έπρεπε να σφιχτεί το ζουνάρι, για να εξισορροπηθούν τα πράγματα. Ο χειμώνας (Γενάρη - Φλεβάρη) ήταν συνήθως βαρύς με κρύα και παγωνιές.
Τα "τφάνια" έπεφταν τόνα πάνω στ'άλλο. Ο ήλιος για καιρό δεν φαίνονταν. Μετά την καλοπέραση και τα γλέντια κανένας δεν είχε όρεξη για δουλειά τις πρώτες μέρες.
Τα παιδιά ξεκινούσαν για το σχολειό, σα να πήγαιναν στην κρεμάλα. Δεκαπέντε μέρες ξένοιαστες, χωρίς διάβασμα, χωρίς γράψιμο και το φόβο του δασκάλου δημιουργούσαν άλλη διάθεση.
΄Ολες τις γιορτές, κανένας δεν άνοιγε βιβλίο ή τετράδιο. Η αντιγραφή, πεντέξη αράδες, γράφονταν την τελευταία μέρα, ακόμα και το πρωί που ετοιμάζονταν για το σχολειό. Η τσάντα, πεταμένη κάπου απ' την παραμονή των Χριστουγέννων, ξεθάβονταν το πρωί του Αη Γιαννιού με το περιεχόμενό της απείραχτο και άγγιχτο.
Ξεκινούσαν για το σχολειό, με χιόνια, βροχές, παγωνιά. Το ντύσιμό τους ένα σακάκι από γρίζο και πανταλόνι ούτε κοντό ούτε μακρύ λίγο κάτω απ' το γόνατο. Με τον καιρό σήκω - κάτσε γίνονταν ή άκρη του σα γωνία σόμπας. Παλτό ελάχιστα φορούσαν. Αν περίσσευε κανένα παλιό σακάκι από κάποιον μεγαλύτερο, τα βόλευε μια χαρά. ΄Εφταναν στο σχολειό "τσιγαρισμένα", με πόδια μουσκεμένα και μελανιασμένα χέρια. Οι αίθουσες μεγάλες, δεν έφτανε μια σόμπα που αναβόσβηνε να τις ζεστάνει.
Μ' αυτά τα "εφόδια" και βαθιά μεσάνυχτα σχετικά με τα μαθήματα, μετά τις δεκαπενθήμερες διακοπές, τα περισσότερα ετοιμάζονταν ν' αντιμετωπίσουν το δάσκαλο. Όσα είχαν την τύχη να τα πιάσει η τσιμπίδα, μετρούσαν τις βεργιές στις ξυλιασμένες τους παλάμες. Δέχονταν καρτερικά την τιμωρία, μα στα μάτια τους διάβαζες πόσο άδικο τόβρισκαν. Που να καταλάβουν με το μικρό τους μυαλουδάκι, πως ότι πάθαιναν ήταν για το ...καλό τους. Και σίγουρα δεν ένιωθαν πόσο σοφό ήταν ένα τέτοιο σύστημα, που τοποθετούσε τις γνώσεις στην άκρη μιας βέργας.
Το ξύλο υπήρξε για χρόνια η βάση της παιδαγωγικής και το αποτελεσματικότερο μέσο επιβολής. Η πειθώ χρειάζονταν χρόνο, διάθεση και διαφορετική νοοτροπία. Ποιοι όμως θα ήθελαν ή θα μπορούσαν να ξεφύγουν απ' τον κανόνα, μέσα στο στείρο και απαρχαιωμένο εκπαιδευτικό σύστημα που υποχρεώνονταν να υπηρετήσουν; Οι επιθεωρητές, σαν εντολοδόχοι και εκφραστές του, ήταν κέρβεροι. Άνθρωποι στενόκαρδοι και στενοκέφαλοι, δεν επέτρεπαν καινοτομίες και αλλαγές και δεν επιβράβευαν το έργο του δασκάλου, όποιο κι αν ήταν. Μπορούσε να κριθεί η δουλειά του, από μόνη την απάντηση ενός μαθητή. Έψαχναν τα τρωτά και κενά μ' ένα τρόπο απαράδεχτα επιπόλαιο και ρηχό.
Σ' ένα τέτοιο κλίμα και οι εξαιρέσεις υποχρεώνονταν να συμβιβαστούν. Άλλωστε ο τρόπος και η τακτική που ακολουθούσαν οι δάσκαλοι, ήταν αποδεχτά κι από τους γονείς. Όταν, ρωτώντας καμιά φορά - πράγμα σπάνιο - πληροφορούνταν πως το παιδί τους δεν πήγαινε και τόσο καλά, παρότρυναν τον δάσκαλο. "Βάρα δάσκαλι, βάρα μη τ' αλυπάσι".
Κι όμως ήταν χαρούμενα τα παιδιά γέμιζαν τους δρόμους και τις πλατείες με την παρουσία τους και τα παιγνίδια τους. Ο χειμώνας αποτελούσε παρελθόν. Στους στεγνούς πια δρόμους δεν τάνοιαζε και αν ακόμα τα παπούτσια ήταν τρύπια κι οι φτέρνες απ' έξω.
Το Μάρτη ο καιρός ζέσταινε, τα χιόνια έλιωναν. Οι άνθρωποι πετούσαν τα χειμωνιάτικα και χαίρονταν τις λιακάδες γεμάτοι αισιοδοξία. Στα προσήλια του χωριού, στις αγριντιές και τα πεζούλια έβγαιναν και κάθονταν οι παπούδες. Στρίβοντας τσιγάρα απ΄τις χονδρές ταμπακιέρες αναθυμούνταν περιστατικά και ιστορίες της ζωής τους. Πόλεμοι καταστροφές αποκλεισμοί πείνα είχαν περάσει από πάνω τους και τους άφησαν πολλές πίκρες και οδυνηρές εμπειρίες.
Την απραξία του χειμώνα διαδέχονταν η κίνηση και η δραστηριότητα. Κλάδεμα σκάψιμο όργωμα. Η γη ξυπνούσε και ετοιμάζονταν να καρπίσει. Στα χωράφια μεγάλωναν και ωρίμαζαν τα σπαρτά.
Στο Παλαιοχώρι στα περισσότερα χωράφια έβαζαν πιο πολύ καλαμπόκι παρά σιτάρι καθώς και πατάτες. Το φύτεμα, το σκάλισμα και το τράφιασμα γινόταν με τσάπες, ενώ το ξεβοτάνισμα με τα χέρια.
Το καλοκαίρι την εποχή του θέρου όλη η οικογένεια βρίσκονταν σε συναγερμό. Η ζωή τους άλλαζε ρυθμό.
Η ένταση της δουλειάς δεν άφηνε καιρό ν΄ ασχοληθούν με λεπτομέρειες. Οι δουλειές γίνονταν χονδρικά ίσα ίσα για ν΄ αντιμετωπίζονται οι ανάγκες που προέκυπταν.
Θέριζαν μέρες ολόκληρες. Δουλειά σκληρή ξεθεωτική, χέρια πόδια πλάτες όλο το σώμα έπαιρνε μέρος σε μια χωρίς ανάσα προσπάθεια. Ο ήλιος έψηνε και τσουρούφλιζε χωρίς έλεος. Μούσκεμα στον ιδρώτα και ίσκιος πουθενά. Άγκανα γέμιζαν το στήθος. Οι γυναίκες μαντηλοδεμένες με άσπρα τουλπάνια άφηναν ακάλυπτα μόνο τα μάτια για να μη τις μαυρίσει ο ήλιος. Οι καλαμιές με τα στάχυα έπεφταν κάτω απ΄τα κοφτερά δρεπάνια και γίνονταν δρομιά (σωροί) δίπλα σε κάθε θεριστή, που μετά τα έδεναν σε δεμάτια με στάχυα που τα μαλάκωναν με νερό και τα στοίβιαζαν σε θημωνιές. Πίσω έμεναν τα κοτσάνια που αργότερα θα καίγονταν η θα παραχώνονταν στο όργωμα. Το μεσημέρι έτρωγαν και ξεκουράζονταν. Κι είναι ν΄ απορεί κανείς πως άντεχαν τόση δουλειά με το πρόχειρο λιτό και λιγοστό φαγητό που έτρωγαν (ματάνη, σκορδαλιά ή ξυδοπαπάρα).
Οι μέρες κυλούσαν κουραστικές μέχρι να τελειώσουν όλα τα χωράφια με την αγωνία μην τους προλάβει χαλάζι, λίβας ή αρρώστεια. Το αλώνισμα που ακολουθούσε είχε κι αυτό δυσκολίες και κόπο.
΄Επαιρναν τα δεμάτια από τις θημωνιές, τα σκόρπιζαν με τα δικράνια στο αλώνι, μετά έμπαιναν και γύριζαν γύρω γύρω τα ζώα (άλογα η βόδια) σέρνοντας τις δικάνες με τις κοφτερές πέτρες, ενώ τα παιδιά ξετρελλαίνονταν ανεβασμένα πάνω τους. Έτσι ξεχώριζε το στάρι από τα στάχυα. Οι καλαμιές γίνονταν άχυρο που το μάζευαν σε λαμνί (μεγάλο σωρό) και το λίχνιζαν σηκώνοντάς το ψηλά με το φτυάρι και το λιχνιτήρι. Όταν ξεχώριζε καθαρό το σιτάρι, έμπαινε σε σακκιά και φορτώνονταν για το σπίτι. Η σοδειά τις πιο πολλές φορές δεν έφθανε να καλύψει τα έξοδα και τις ανάγκες τους. Και φυσικά ο κόπος τους δεν ξεπληρώνονταν με τίποτα.
Το καλαμπόκι το μάζευαν και το πήγαιναν στο αλώνι. Καλούσαν συγγενείς γείτονες και φίλους και το ξεφλούδιζαν το βράδυ με τις γκαζόλαμπες. Το ξεφλούδισμα ήταν σωστό γλέντι και περισσότερο για τους νέους. Το τραγούδι, τα γέλια, τα καλαμπούρια και τα πειράγματα έδιναν και έπαιρναν.
Την άλλη μέρα άπλωναν το ξεφλουδισμένο καλαμπόκι στο αλώνι να λιαστεί για 8 μέρες. Ύστερα μαζεύονταν πάλι όλοι και το έσπαναν. ΄Οταν τέλειωνε το σπάσιμο πήγαιναν όλοι παρέα στο σπίτι, όπου η νοικοκυρά είχε έτοιμο φαγητό για όλους και ακολουθούσε γλέντι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου