Δευτέρα 26 Μαΐου 2008

ΥΦΑΝΤΑ

Οι ρίζες του χειροποίητου υφαντού χάνονται στα βάθη του χρόνου. Η τέχνη της υφαντικής στο Παλαιοχώρι περνάει από γενιά σε γενιά παραμένοντας αναλλοίωτη μέχρι και σήμερα.

Η λαϊκή υφαντική είναι πανάρχαια τέχνη δύσκολη και χρονοβόρα. Η κατεργασία της πρώτης ύλης και η προετοιμασία ήταν δουλειά κουραστική, που αποτελούνταν από μία σειρά διαδοχικές διαφορετικές εργασίες. Άρχιζε με το κούρεμα των γιδοπροβάτων το πλύσιμο και ζεμάτισμα του μαλλιού στους λάκκους η τα καζάνια αργότερα. Συνέχιζε με το γράνσιμο του μαλλιού στο χέρι ή το λανάρισμα με συρμάτινο λανάρι (συρματόβουρτσα).

Μετά ακολουθούσε το γνέσιμο με τη ρόκα, το μάζεμα σε μασούρια και μετά σε τυλιγάδια με την ανέμη και την τσιγκρίκα. Η ρόκα ήταν μια διχαλωτή βέργα όπου έβαζαν τις τούφες από το μαλλί από όπου τραβούσαν σιγά-σιγά για να γνέσουν την κλωστή που τυλίγονταν στο αδράχτι.

Το αδράχτι ήταν ένα κυλινδρικό ξύλο που στη μέση ήταν πιο χοντρό και στις άκρες ήταν στην κάτω μυτερό για να μπορεί να γυρίζει και στην πάνω είχε ένα αυλάκι σα βίδα για να μπορεί να κατευθύνει την κλωστή να τυλίγεται. Στο κάτω μέρος το αδράχτι είχε το “σφιντίλι”. Το έβαζαν για να γυρνάει καλύτερα το αδράχτι. Έβαζαν μια κλωστή και στην άκρη της τύλιγαν λίγο μαλλί. Στη συνέχεια, γύριζαν δυνατά το αδράχτι όπως γυρίζουμε τη σβούρα και έτσι λίγο-λίγο το μαλλί περιστρέφονταν και γίνονταν κλωστή.

Όταν γέμιζε το αδράχτι έπρεπε να βγάλουν την κλωστή για να μπορέσουν να γνέσουν κι άλλο. Γι’ αυτό είχαν το τ΄λιγάδι για να τυλίγουν την κλωστή κουλούρα.

Ακολουθούσε η βαφή με φυτικές κυρίως βαφές με πατροπαράδοτες συνταγές από τα φύλλα, τη ρίζα, τον καρπό η τη φλούδα δένδρων και φυτών. Με διαφορετικές συνταγές από το ίδιο υλικό έπαιρναν διαφορετικές αποχρώσεις. Μεγάλο ρόλο έπαιζε η τοπική χλωρίδα και η σύσταση του νερού. Η προεργασία συνεχιζόταν με το βάψιμο του νήματος σε καζάνι. Τα μυστικά της βαφής τα γνώριζαν οι ηλικιωμένες γυναίκες, οι οποίες και τα μετέδιδαν στις νεώτερές τους. Μετά το βάψιμο έπαιρναν έβαζαν το τ΄λιγάδι στην ανέμη και με τη τζιγκρίκα τύλιγαν την κλαωστή στα μασούρια για να την υφάνουν στον αργαλειό.

Ακολουθούσε το καλάμισμα, το διάσιμο, το παραμάτημα. Η ύφανση ήταν το τελευταίο και το πιο δύσκολο μέρος αυτής της μακράς διαδικασίας.

Τα Παλαιοχωρινά παραδοσιακά σχέδια γίνονταν σε χαλιά, κιλίμια, πλαγκέτες, σανιδωτά, θηλωτά από μετάξι και σε περίφημες καλλιγραφικές μπάντες.



Τα υφαντά έπαιρναν ονόματα από τον τρόπο της ύφανσης (π.χ. με το νύχι, θηλωτά, βαχτά κλπ.) την ύλη, το σχέδιο, το χρώμα, τη χρήση τους (π.χ. το μισάλι που έβαζαν στην πινακωτή για το ψωμί, η τρόκνια για τη μεταφορά του μωρού στην πλάτη κλπ.) ή την προέλευση τους (πολυγυρινό. ρεβενικιώτικο, αρναιώτικο, στανιώτικο κλπ).


Τα σχέδια στην αρχή ήταν απλά. Ήλιοι ψαλιδωτοί, δένδρα, ζώα, γλάστρες. Για τα περισσότερα υπάρχουν μαρτυρίες για βαθύτερες ρίζες, κυρίως στο Άγιο Όρος. Αργότερα τα σχέδια έγιναν πιο περίπλοκα με θέματα από τη μυθολογία ή τη ζωή του χωριού π.χ. “η Ηώς και το άρμα του ήλιου”, “ο χορός των μουσών”, “η ελληνική λεβεντιά”, “ο χορός των Σουλιωτών”, “τα ζαρκάδια”, “η βοσκοπούλα”, “ο μήνας του μέλιτος”, “η κρικέλα”, “οι τριανταφυλλιές”, “ο αρραβώνας”, “της Μηνάδαινας”.

Παλιότερα οι γυναίκες δεν δούλευαν μόνο με μαλλί αλλά και με βαμβάκι. Ειδικοί τεχνίτες οι στιβαχτάρηδες, όπως τους αποκαλούσαν, έφερναν το βαμβάκι, το στίβαζαν και οι γυναίκες το έκλωθαν στη ρόκα και γινόταν στημόνι για τα χαλιά και τις μπάντες.

Αλλά και το μετάξι δούλευαν από το μεταξόσπορο ως το κουκούλι και τη μεταξωτή κλωστή, που την έλεγαν βροχό. Ύφαιναν μεταξένια στρωσίδια και φορέματα.

Η γυναίκα-υφάντρια πρόσφερε μια σημαντική υπηρεσία στην οικογένεια. Ο ρουχισμός, τα απαραίτητα για τη λειτουργία του σπιτιού υφαντά, κάποια έσοδα, όλα έπρεπε να γίνουν από αυτήν. Με μεράκι ευαισθησία και σκληρή δουλειά δούλεψε στον αργαλειό το χειροποίητο περίτεχνο υφαντό κρατώντας την παράδοση και στηρίζοντας τον οικογενειακό προυπολογισμό. Αν ήταν κιόλας ιδιαίτερα προικισμένη με φαντασία και υπομονή και αγαπούσε την τέχνη της, είχε την ικανοποίηση να αναγνωρίζεται και να επαινείται η δουλειά της από τον κόσμο γύρω της.


Ψαλιδωτοί ήλιοι

Στο Παλαιοχώρι παλιότερα είχαμε πάρα πολλές υφάντριες, που ύφαιναν για παραγγελίες εμπόρων από την Αρναία και φυσικά για τα προικιά των κοριτσιών.

Σήμερα, με την αλλαγή που έφερε η εξάπλωση της βιομηχανίας στον τρόπο της ζωής μας, η υφαντική από οικιακή έγινε βιοποριστική οικοτεχνία. Η υφάντρια δηλαδή έπαψε να κατασκευάζει στον αργαλειό τα απαραίτητα για το σπίτι, αλλά δουλεύει μέσα από το σπίτι η έξω από αυτό με σκοπό τη συμπλήρωση η την αύξηση των πόρων της οικογένειας. Ενώ στο παρελθόν κάθε σπίτι είχε τουλάχιστον μια έμπειρη υφάντρια, τώρα λίγες είναι αυτές που ασχολούνται μόνιμα με την υφαντική, ετοιμάζοντας υφαντά για την προίκα της κόρης ή έχοντας μια συγκεκριμένη παραγγελία για το εμπόριο.







Τα παγώνια



Πλακάκια


Το μοναστηράκι


"Στανιώτ΄κο"


Κρικέλα




Το στεφάνι







1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Ευχαριστώ με έσωσες από μια μακροχρονια αναζητηση στο Internet για μια εργασία στο σχολείο.